- αγελαδήσιος
- και γελαδήσιος -ια, -ιο [αγελάδα]ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
αγελαδίτικος — και γελαδίτικος, η και ια, ο [αγελάδα] ο αγελαδήσιος* … Dictionary of Greek
αγελαδινός — και γελαδινός, ή, ό [αγελάδα] ο αγελαδήσιος* … Dictionary of Greek